- sandbath
- sandbath [{{t}}'sændbɑ:θ, pl {{t}}-bɑ:ðz]noun{{}}Chemistry{{}} bain m de sable
Un panorama unique de l'anglais et du français. 2015.
Un panorama unique de l'anglais et du français. 2015.
αμμόλουτρο — το Ιατρ. η κάλυψη ενός μέρους ή ολόκληρου τού σώματος με θερμή από τον ήλιο άμμο επί ορισμένο χρονικό διάστημα, για τη θεραπεία κυρίως ρευματικών παθήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λουτρό(ν). Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sandbath. Ο… … Dictionary of Greek